- αἱματικόν
- αἱματικόςof the bloodmasc acc sgαἱματικόςof the bloodneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αιματικός — ή, ό (Α αἱματικός, ή, όν) [αἷμα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο αίμα («αιματική κυκλοφορία») αρχ. 1. (για ζώα) αυτός που έχει αίμα, έναιμος* (αντίθ. άναιμος*) 2. τὸ αἱματικὸν ουσ. όνομα κάποιου χόρτου … Dictionary of Greek